- εκπέμπω
- (AM ἐκπέμπω)1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς»)2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.»)νεοελλ.1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται ελεύθερα στον χώρο2. μεταβιβάζω ήχο και εικόνα με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων3. φρ. «εκπέμπω σήμα κινδύνου» — αποστέλλω με τον ασύρματο σήμα κινδύνου και ζητώ βοήθειαμσν.1. (για βέλη) εκτοξεύω2. στέλνω κάποιον με κακό σκοπόαρχ.1. απομακρύνω κάποιον από κάπου («ὅπως Πρίαμον βασιλῆα νηῶν ἐκπέμψειε»)2. καλώ, προσκαλώ έξω («σ' αὐλείων πυλῶν ἐξέπεμπον»)3. (για πράγματα) στέλνω σε ξένη χώρα («ἐκπέμπεις κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλά»)4. (για εμπορεύματα) εξάγω («τὰ πλεονάζοντα τῶν γιγνομένων ἐκπέμψασθαι»).
Dictionary of Greek. 2013.